ὑπημύω

ὑπημύω
ὑπημύω,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπημύω — Α γέρνω προς τα κάτω («ὑπημύουσι παρειαί», Κόλουθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἠμύω «γέρνω, κλίνω προς τα κάτω»] …   Dictionary of Greek

  • υπεμνήμυκε — Α (γ εν. πρόσ. παρακμ.) είναι σκυφτός, έχει το κεφάλι σκυφτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. τού ρ. ὑπημύω σχηματισμένος από έναν αμάρτυρο τ. *ὑπεμήμυκε (με αττικό διπλασιασμό, πρβλ. ἐμῶ: ἐμήμεκα) με την προσθήκη τού ν , η οποία επιτρέπει τη μετρική έκταση τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”