ὑπημύω
Look at other dictionaries:
υπημύω — Α γέρνω προς τα κάτω («ὑπημύουσι παρειαί», Κόλουθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἠμύω «γέρνω, κλίνω προς τα κάτω»] … Dictionary of Greek
υπεμνήμυκε — Α (γ εν. πρόσ. παρακμ.) είναι σκυφτός, έχει το κεφάλι σκυφτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. τού ρ. ὑπημύω σχηματισμένος από έναν αμάρτυρο τ. *ὑπεμήμυκε (με αττικό διπλασιασμό, πρβλ. ἐμῶ: ἐμήμεκα) με την προσθήκη τού ν , η οποία επιτρέπει τη μετρική έκταση τού … Dictionary of Greek